- σκαμβόπους
- σκαμβόπους, πουν, gen. ποδος,A bow-legged, Ps.-Archyt. ap. Simp. in Cat.396.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαμβόπους — ουν, ΜΑ αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ πους] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek